- τετυφωμένως
- Α1. με έπαρση, με περηφάνεια2. με ανόητο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. τετυφωμένος τού τυφῶ «προξενώ αλαζονεία» + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετυφωμένως — stupidly indeclform (adverb) τετῡφωμένως , τυφόω delude perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)